Dictionary of Greek. 2013.
χλώρασμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλόασμα — το, ΝΑ [χλοάζω] ιατρ. τοπική υπέρχρωση τού δέρματος υπό μορφή καστανών κηλίδων ή πλακών, που εντοπίζονται κυρίως στο πρόσωπο αρχ. εσφ. γρφ. τού χλώρασμα … Dictionary of Greek